- φυσιογνωμονικός
- -ή, -ό / φυσιογνωμονικός, -ή, -όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία]νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονικήη φυσιογνωμικήαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόντίτλος πραγματείας τού Αντισθένους3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Φυσιογνωμονικάτίτλος πραγματείας τού Αριστοτέλους.επίρρ...φυσιογνωμονικῶς Μσχετικά με την τέχνη τής φυσιογνωμονίας.
Dictionary of Greek. 2013.